- συγκρητιστικός
- -ή, -ό, Ν [συγκρητισμός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συγκρητισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek